Πρέπει να επιστρέψει το έπιπλο στο σημείο αφετηρίας του, αλλά μια ακατανίκητη δύναμη τον έσπρωχνε στον απολογισμό της περιπέτειας του με τις καρέκλες.
Η ζωή είναι μια ακολουθία αποχαιρετισμών, σκέφτηκε. Έκλεισε τα μάτια του και περνούσαν μπροστά του τραπέζια, καναπέδες…
Πολύ γερά σαλόνια γωνίες που θυμόταν στα πρόσωπα, στις ανάσες, στη μυρωδιά, στις ιδιαίτερες κλίσεις τους, μα ξεχνούσε τα ονόματα τους. Καναπέδες που θυμόταν τα ονόματα τους, αλλά είχε ξεχάσει τα υφάσματα και τα σχέδια τους. Γυναίκες που σου ζητούν, σε διατάσσουν, όχι αυτό, εκείνο… σαν να ‘σαι παθητικός ηθοποιός στο δικό τους προκαθορισμένο σενάριο. Συνθέσεις τοίχου, αντίθετα, που παραδίδονται αδέσποτες στη δική σου πρωτοβουλία. Μπουφέδες που αναζητούν έναν ευφάνταστο κι ελεύθερο συμπαίκτη σε μια επικοινωνία δίχως όρια. Στρώματα που, με μια αισθητικά πλούσια διπλή ζωή, διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον για το κρεβάτι τους. Έπιπλα στα οποία δεν παίζεις κανένα ρόλο, αρχίζουν και τελειώνουν μόνα τους, κι εσύ δεν είσαι παρά ο σιωπηλός κι αθέατος μάρτυρας. Ξύλα και αφρολέξ που κάνουν το έπιπλο δυνατό, αυτόνομο, κι άλλες αδύναμο, ανίκανο να σταθεί στα πόδια του.
Παίρνοντας αφορμή από αυτό που γράφετε θυμήθηκα μια δική μου αντίστοιχη περίπτωση, όπου έβλεπα κάποια σαλόνια γωνία στην Sanfos και όταν αργότερα προσπάθησα να θυμηθώ το όνομα του μοντέλου, ήταν αδύνατον, μολονότι θυμόμουν το σχέδιο, το σχήμα του, την μυρωδιά του υφάσματος και του λούστρου, το όνομα όμως όχι, είναι μάλλον από τα παιχνίδια που κάνει το υποσυνείδητο γιατί για ένα άλλο μοντέλο, θυμόμουν τα πάντα, είναι αυτό που τελικά πήρα και όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων εκείνο που μου άρεσε περισσότερο.